Εκτός από τις γνωστές μαθησιακές δυσκολίες, όπως είναι η Δυσλεξία και η Δυσαριθμησία, υπάρχουν και άλλες καταστάσεις που δυσκολεύουν το παιδί στην καθημερινότητά του. Οι σπουδαιότερες από αυτές είναι η ΕΓΔ και η Διάσπαση Προσοχής με/ή χωρίς Υπερκινητικότητα.
Η ΕΓΔ συχνά αναφέρεται και ως Δυσφασία, ένας όρος που θέλει να μας πει πως το παιδί δυσκολεύεται να μιλήσει, όμως ο όρος «γλωσσική διαταραχή» είναι πιο σωστός γιατί δηλώνει πως το παιδί δεν έχει ευχέρεια στη γλώσσα γενικότερα.
Η ΕΓΔ εκδηλώνεται πολύ νωρίς… Εκεί που περιμένουμε πως το παιδί θα πει τις πρώτες συνειδητές λέξεις στους 12 μήνες ή να έχει ένα λεξιλόγιο 20-25 λέξεων στην ηλικία των 2 ετών, το παιδί αργοπορεί. Το παιδί όμως αντιμετωπίζει και άλλες δυσκολίες που οι γονείς δύσκολα αντιλαμβάνονται ή αργούν να τις συνειδητοποιήσουν. Οι κυριότερες εξ αυτών είναι πως το παιδί
δυσκολεύεται να εκτελέσει εντολές (δείχνει να μην καταλαβαίνει) και δεν απομνημονεύει εύκολα καινούργιες λέξεις. Σε γενικές γραμμές, το παιδί αντιλαμβάνεται το λόγο αλλά δεν καταλαβαίνει όλες τις λέξεις ή τις προτάσεις.
Όταν θέλει να εκφραστεί παρατηρούμε είτε πως προσπαθεί να θυμηθεί κάποιες λέξεις είτε προσπαθεί να μας εξηγήσει με άλλα λόγια τι θέλει να μας πει.
Άλλες δυσκολίες, οι οποίες δεν είναι πάντα παρούσες, είναι λάθη γραμματικής, συντακτικού και σημασίας. Συχνά, δυσκολεύονται να κατακτήσουν το φωνολογικό σύστημα των ενηλίκων (διαταραχές άρθρωσης ή φωνολογίας) και αργούν να καταλάβουν τις χρονικές έννοιες ( χτες, αύριο, πριν, μετά).
Σε μεγαλύτερες ηλικίες παρατηρείται δυσκολία στη σύνθεση συμφώνου και φωνήεντος για την παραγωγή συλλαβής με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται στην κατάκτηση της ανάγνωσης. Ακόμη, ακριβώς επειδή δυσκολεύονται με την εκμάθηση νέων λέξεων, τα παιδιά αυτά έχουν πολλές άγνωστες λέξεις και απόρροια αυτής της αδυναμίας είναι η μη κατανόηση του προφορικού και του γραπτού λόγου. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν είναι ικανά να σκεφτούν, άλλωστε ο δείκτης νοημοσύνης είναι εντός φυσιολογικών ορίων, αλλά η γλώσσα/λόγος δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να κατακτήσουν τη γνώση και να
εκφραστούν.
Για όλους τους παραπάνω λόγους τα παιδιά αυτά παρουσιάζουν μέτρια σχολική επίδοση και συνήθως κανείς δε γνωρίζει την πραγματική αιτία που συμβαίνει αυτό. Υπάρχει κληρονομικότητα και αφορά το 4%-8% του γενικού πληθυσμού.
Για να βοηθήσουμε τα παιδιά αυτά, απευθυνόμαστε στον Λογοθεραπευτή ώστε να αξιολογήσει τους τομείς της γλωσσικής λειτουργίας και έπειτα να δουλέψει μαζί με το παιδί και την οικογένεια με στόχο την εξέλιξη του παιδιού.