Η παιδική απραξία της ομιλίας είναι μια νευρολογική διαταραχή κατά την οποία η ακρίβεια και η συνέπεια των βασικών κινήσεων της ομιλίας έχουν υποστεί βλάβη, εν απουσία νευρομυϊκών ελλειμμάτων.
Πρόκειται για μια κληρονομική διαταραχή, με τα ποσοστά κληρονομικότητας να είναι πιο υψηλά από οποιαδήποτε άλλη διαταραχή ομιλίας. Συγκεκριμένα, το 86% των παιδιών αυτών έχουν, τουλάχιστον, ένα μέλος της οικογένειας με διαταραχή ομιλίας και το 59% έχουν τουλάχιστον έναν γονέα με απραξία.
Ένας καλά εκπαιδευμένος Λογοθεραπευτής είναι ο καταλληλότερος επαγγελματίας για την εκτίμηση και τη διάγνωση της Απραξίας. Η Παιδική Απραξία Ομιλίας μπορεί να αποτελεί δευτερογενής διάγνωση σε παιδιά με Αυτισμό, Σύνδρομο Rett και άλλες διαταραχές.
Τα χαρακτηριστικά που βοηθούν στη διάγνωση της παιδικής απραξίας της ομιλίας σε παιδιά σχολικής ηλικίας είναι τα εξής:
- Κάνουν μη σταθερά λάθη, τα οποία δεν είναι αποτέλεσμα ανωριμότητας. Η κατανόηση της ομιλίας είναι σε καλύτερο επίπεδο από ότι η παραγωγή.
- Αντιμετωπίζουν δυσκολία στη μίμηση της ομιλίας.
- Παρατηρούνται θέσεις αναζήτησης κατά την προσπάθεια παραγωγής.
- Υπάρχει μεγαλύτερη δυσκολία στις πολυσύλλαβες λέξεις και στις φράσεις.
- Ο ακροατής δύσκολα καταλαβαίνει τι θέλει να πει το παιδί.
Κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης, ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη διαφοροδιάγνωση των εκούσιων κινήσεων έναντι των ακούσιων/αυτόματων, στις μεμονωμένες κινήσεις έναντι των διαδοχικών, στην παραγωγή απλών συλλαβών έναντι των σύνθετων και στις επαναλήψεις ίδιων συλλαβών έναντι των διαφορετικών. Επίσης, η ροή, ο ρυθμός και η ακρίβεια πρέπει να ελέγχονται. Η αξιολόγηση περιλαμβάνει παραγωγή πολλών σχημάτων – αυθόρμητα, μετά από εντολή, μετά από μίμηση – με κλιμακούμενο επίπεδο δυσκολίας.
Ένα παιδί που διαγιγνώσκεται με αυτού του τύπου τη διαταραχή χρειάζεται να παρακολουθήσει ένα εντατικό πρόγραμμα λογοθεραπείας (2-3 φορές την εβδομάδα) όσο πιο σύντομα γίνεται. Η θεραπεία δεν εξασφαλίζει «γρήγορη» σταθεροποίηση. Τα περισσότερα παιδιά θα είναι σε θεραπευτικό πρόγραμμα για τουλάχιστον 2 χρόνια. Παρόλα αυτά, τα περισσότερα εξ αυτών, θα μπορέσουν να αποκτήσουν την ικανότητα για προφορική επικοινωνία.
Ο ρόλος του λογοθεραπευτή είναι καταλυτικός προκειμένου να προλαμβάνει και να αποκαθιστά τα ελλείμματα στην ομιλία. Η ενημέρωση των γονέων και των εκπαιδευτικών αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της πρόληψης τέτοιων ελλειμμάτων. Τα καλύτερα θεραπευτικά αποτελέσματα προκύπτουν με την καλή συνεργασία γονέων, εκπαιδευτικών και ειδικών.